- κερκώπη
- κερκώπη, ἡ (Α)είδος τζιτζικιού με μακριά ουρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκωψ. Το έντομο ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τού κεντριού του].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερκώπη — cicada fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκώπην — κερκώπη cicada fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκώπης — κερκώπη cicada fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκώπας — κερκώπᾱς , κερκώπη cicada fem acc pl κερκώπᾱς , κερκώπη cicada fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
κερκοπίς — η ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας κερκοπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cercopis από παραφθορά τών αρχ. ελλ. κερκώπη και κέρκωψ] … Dictionary of Greek